Παπαδιαμάντης.
Για να συγκινηθούμε και να χαμογελάσουμε.Να νοσταλγήσουμε.
Και προ παντός, να ηρεμήσουμε.
Η Δύση και η καθ’ ημάς Ανατολή
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε για τους λόγους που μνημονεύουμε κάθε κορυφαίο συγγραφέα. Πρωτίστως, για όλα αυτά που το έργο του μας προσφέρει τόσο πλουσιοπάροχα: τη ρωμαλεότητα της περιγραφής, την ευαισθησία του βλέμματος, την ποικιλοχρωμία της έκφρασης, τον διάχυτο λυρισμό. Τα διηγήματά του είναι μια γιορτή της ελληνικής γλώσσας και την ίδια στιγμή ένας οδηγητικός μίτος μες σ' έναν κόσμο φαινομενικά παρωχημένο, αλλά ωστόσο μονίμως παρόντα. Κάτω απ' το καιρικό πέπλο των χαρακτήρων του βρίσκει κανείς, μόλις βαλθεί να το ανασηκώσει, αδρές και αναγνωρίσιμες φιγούρες, οικείες συμπεριφορές, ήθη και έθη ανεξίτηλα. Με δύο λόγια, βρίσκει ο καθένας μας ατομικά, συμπυκνωμένο όπως μόνο η λογοτεχνία το μπορεί, κάτι απ' τον ίδιο του τον εαυτό.
Ομως, Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε και για έναν άλλο λόγο, εξίσου, μπορεί και περισσότερο βαρύνοντα. Οπως συμβαίνει με τους δημιουργούς που περιέρχονται στη μικρή εκείνη ομάδα των σημαδιακών, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους νοηματοδότες της νεότερής μας ταυτότητας, ένας από τους στυλοβάτες της συλλογικής μας αυτοκατανόησης. Το έργο του μας συναρπάζει επειδή εικονογραφεί όσο λίγα τη σταθερότερη απ' τις σταθερές του νεοελληνικού βίου, τη μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση και στη δική μας, καθ' ημάς, Ανατολή. Και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η αμφιθυμία λ.χ. ανάμεσα στο άστυ και την ύπαιθρο, μεταξύ της αλληλέγγυας αλλά ασφυκτικής Κοινότητας και της απρόσωπης πλην ανεκτικής Κοινωνίας, μεταξύ της πίστης στην Πρόνοια απ' τη μια, και της πίστης στην Πρόοδο απ' την άλλη, όλα αποτυπώνονται ανάγλυφα στο έργο του.
Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, έχει κι αυτός τις προτιμήσεις του· συχνά παίρνει θέση. Γι' αυτό, κάποιοι τον είδαν σαν ιδεολογικό ταγό. Κάποιοι άλλοι, τον αναγόρευσαν εχθρό. Δεν έχει σημασία. Δική του νίκη, νίκη του συγγραφέα, είναι ότι και οι μεν και οι δε δεν σταματούν να τον διαβάζουν.
* Ποιητής, μεταφραστής
Απόσπασμα από τον "Λαμπριάτικο ψάλτη"
Δυὸ χωρικοί, ὄρθιοι, πέντε βήματα μακρὰν τοῦ ψητοῦ, τῆς φλάσκας καὶ τοῦ σχοίνου, ἵσταντο καὶ συνομιλοῦν ζωηρῶς. Εἶχον εὕρει τὴν ὥραν καὶ τὸν τόπον νὰ λογομαχήσωσι δι᾿ ἓν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περὶ τοῦ ὁποίου ἐμάχοντο ἀπὸ ἐτῶν.
Ἀντίκρυ, πρὸς μεσημβρίαν, ἐπὶ τοῦ βραχώδους λόφου, ἀνάμεσα εἰς πέντε βράχους, εἰς τρία μονοπάτια καὶ εἰς κρημνόν, εὐρίσκετο τὸ διαφιλονικούμενον χωράφιον. Ὁ εἷς τῶν χωρικῶν ἐχειρονόμει, κι ἐδείκνυε πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ ἰσχυρίζετο ὅτι τὸ χωράφιον τὸ ἰδικόν του εἶχε σύνορον ἀκριβῶς τὸν τρίτον βράχον πρὸς τὰ δεξιά.
«Ἐγὼ τὸ ηὗρα παππούδικό μου», ἔλεγε. «Δὲν ρωτᾶς καὶ τὸν Γιάννη τῆς Ψαροδήμαινας, ποὺ εἴμαστε γειτόνοι ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια;»
«Τὰ σύνορα εἶναι μὲς στὴ μέση, ἀνάμεσα στὸν δεύτερο καὶ στὸν τρίτο βράχο, ἐκεῖ ποὺ βαθουλαίνει ὁ τόπος», διετείνετο ὁ ἄλλος χωρικός. «Φαίνεται ἀκόμη ποὺ ἦτον, τὸν παλαιὸν καιρό, ἀποσκαφή...»
«Κοδζὰμ βράχος», ἀντέκρουσεν ὁ πρῶτος, «κι ἐγὼ θὰ πάω νὰ γυρέψω νὰ βρῶ τὴν ἀποσκαφή, γιὰ νὰ τὴν κάμω σύνορό μου;»
Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἤρχισε νὰ γυρίζῃ ἀμελέστερον τὴν σούβλαν μὲ τὸ σφακτόν, καὶ ἡ προσοχή του ὅλη ἀπερροφήθη ὑπὸ τῶν δυὸ χωρικῶν καὶ τῆς λογομαχίας των.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβε σιγὰ σιγὰ τὸ μαχαίριον, τὸ ἀπεγύμνωσε ἀπὸ τὸ θηκάριόν του, ἔκοψεν ἐπιτηδείως τεμάχιον ἀπὸ τὴ νεφραμιὰ τοῦ σφακτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαυσε σχεδὸν νὰ περιστρέφεται, καὶ τὸ κατεβρόχθισεν ἀπλήστως.
Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης οὐδὲ παρετήρησε κἂν τὴν κλοπὴν καὶ τὴν λαιμαργίαν τοῦ ἀνθρωπίσκου. Ἐξηκολούθησε νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς δυὸ ἐρίζοντας.
«Καὶ εἶναι καὶ μέσα στὸ μπολέτι καθαρὰ γραμμένο», ἔλεγεν ὁ πρῶτος τῶν δύο. «Τὸ πῆγα στὸν πάπα-Λευθέρη ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ τὰ παλαιὰ γράμματα, καὶ μοῦ τὸ διάβασε τόσες φορές».
«Ἀπὸ μπολετιὰ δὲν ἱδρώνει ἐμένα τὸ μάτι μου», ἀντέλεγεν ὁ δεύτερος. «Σὰν ἔχεις ὄρεξη, δὲν πᾷς στὸν μπαρμπ’-Ἀναγνώστη τὸν Ἀγέλαστο, νὰ σοῦ φτιάσῃ ὅσα ψεύτικα μπολετιὰ θέλεις;»
Ὁ Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπρόσεχεν ὅλος εἰς τὴν λογομαχίαν τῶν δυὸ ἀγροτῶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβεν ἐκ νέου τὸ μαχαίριον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ θηκάριόν του, ἔκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον ἀπὸ τὸ μισοψημένον σφακτόν, καὶ τὸ καπέπιε μονοκόμματον.
Ἡ ἔρις τῶν δυὸ χωρικῶν ἐξηκολούθει, καὶ ἡ προσοχή, μεθ᾿ ἧς τὴν παρηκολούθει ὁ Καμπογιάννης ἦτο ἀδιάπτωτος. Ὁ Μπουκώσης, ὅστις ἐνόει τὴν μυστηριώδη γλώσσαν τῆς φλάσκας, δι᾿ ἧς αὕτη ἐκάλει τοὺς φίλους της, ὡς κλῶσσα τοὺς νεοσσούς της, ἔκαμεν ἕνα βῆμα μὲ τὸν δεξιὸν πόδα, ἐν σχήματι ὀρθῆς γωνίας, δεύτερον βῆμα μὲ τὸ ἀριστερὸν γόνυ εἰς τὸ ἔδαφος, ἐξηπλώθη τετραποδίζων, ἐπλησίασεν εἰς τὸ σχοῖνον, καὶ λαβὼν τὴν μεγάλην οἰνοβριθῆ φλάσκαν τὴν ἐπλησίασεν εἰς τὰ χείλη του, καὶ ἔπιε γενναίαν δόσιν ἀπνευστί. Εἶτα, φύσει φρόνιμος καὶ γνωρίζων, ὅτι, ἂν ἔκαμεν καὶ τρίτην ἀπόπειραν κατὰ τοῦ σφακτοῦ, ἦτο φόβος νὰ φωραθῇ ἐπιτέλους, ἐπέστρεψε παρὰ τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, ὀλίγον τι ἀπώτερον τῆς πυρᾶς, ἐμαζεύθη κι ἐφαίνετο τόσον ἄκακος καὶ νῆστις, ὡς νὰ μὴν εἶχεν πασχάσῃ ὅλως.
Ὅταν, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐξῆλθε τελευταῖος ἀπὸ τῆς λειτουργίας καὶ ἐστρώθη ἡ τράπεζα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ (ἦτον περὶ τὰ γλυκοχαράματα), ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπεχείρησε νὰ τεμαχίσῃ τὸ ψητόν, παρετήρησεν, ὅτι κάτι ἔλειπεν ἀπὸ τὴ νεφραμιά, ἀλλ᾿ ἐκαμώθη, ὅτι δὲν ἐνόησε τίποτε, καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Μπουκώσην εἶπε:
«Κοίταξε! Περίεργο... Δὲν εἶναι παράξενο νὰ γεννήθηκε σακάτικο αὐτὸ τὸ ἀρνί, παιδί μου Γιάννη;»
Ἐξηκολούθησεν ἡσύχως νὰ κατακόπτῃ τὸ ψητόν, εἶτα ἐπανέλαβε:
«Πολλὰ παράξενα σημεῖα καὶ θαύματα γίνονται σ᾿ αὐτὰ τὰ στερνὰ χρόνια... Γιὰ βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, νὰ φέρνω ἀρνί, σακάτικο γεννημένο ἀπ᾿ τὴ μάνα του, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβω... Τί νὰ γίνῃ, ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός!»
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης δὲν εἶπε γρύ. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, καθ᾿ ἣν παρετίθετο ἐπὶ τῆς τραπέζης τὸ ψητόν, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ἔκρυψεν ἐπιτηδείως τὶς δυὸ στάμνες τοῦ νεροῦ, ὁποῦ εἶχεν ἀκόμη γεμάτες, κι ἐπαρουσίασεν εἰς τὴν τράπεζαν δυὸ ἄδειες, λέγων, ὅτι δυστυχῶς εἶχε λησμονήσει νὰ στείλῃ ἐγκαίρως εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὴν βρύσιν νὰ πάρῃ νερόν, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ ὑπάγῃ τώρα κάποιος.
«Σ᾿ ἐσένα πέφτει ὁ κλῆρος, παιδί μου Γιάννη», εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Μπουκώσην. «Σύρε νὰ γεμίσῃς τὰ δυὸ σταμνιά, νά ‘χεις τὴν εὐκὴ τοῦ παπᾶ μας, καὶ σὲ καρτεροῦμε, δὲν τρῶμε... Πάρε καὶ μία ἀναμμένη λαμπάδα νὰ βλέπῃς στὸ δρόμο, καὶ πάτει γερά, ὄμορφα ὄμορφα... νὰ μὴ σπάσῃς τὰ σταμνιὰ καὶ τὸ πάθης σὰν τὸ τραγούδι ποὺ λένε... καὶ μᾶς ἀφήσης κι ἐμᾶς χωρὶς νερό».
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἐπεθύμει ν᾿ ἀρνηθῇ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἐφορτώθη τὰ δυὸ σταμνιὰ κι ἐξεκίνησε διὰ τὴν πηγὴν τοῦ Χαιρημονᾶ, ἥτις ἀπεῖχε περὶ τὰ δυὸ μίλια, καὶ ἥτις ἔτρεχε τόσον φειδωλή, ὡς τὸ δάκρυ τῶν ἐξηντλημένων ὀφθαλμῶν. Ἐχρειάζετο σωστὴν μίαν ὥραν διὰ νὰ ὑπάγῃ, νὰ γεμίσῃ τὰ σταμνιὰ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ.
Εὐθὺς ὡς ἀνεχώρησεν οὗτος, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ἔβγαλεν εἰς τὸ φανερὸν τὰς δυὸ πλήρεις στάμνας, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν ἐνόει, ἐξηγήθη καὶ εἶπεν:
- Εἶχα νερό, μὰ ἤθελε νὰ τόνε παιδέψω τὸν ἀφιλότιμο... Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μοῦ κάμῃ γρουσουζιά, χρονιάρα μέρα, νὰ μοῦ κόψῃ μεζέδες ἀπὸ τὸ σφαχτὸ ἐνῶ τὸ ἕψηνα καὶ νὰ μὴν πάρω κάβο...
Ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Χαιρημονᾶ, φέρων τὰ δυὸ σταμνιά, ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης, ἦτο ἤδη ἡμέρα, τὸ ψητὸν εἶχε καταβροχθισθεῖ, καὶ μόνη ἡ διακριτικὴ φιλαδελφία τῆς θεια-Μαθηνῶς τῆς ψευτομετάνισσας καὶ τῆς θεια-Σειραϊνῶς, τῆς σημαιοφόρου τῶν πανηγυριῶν, τοῦ εἶχε φυλάξει ὀλίγα τεμάχια τοῦ ἀμνοῦ διὰ νὰ φάγῃ καὶ κάμῃ Λαμπρὴν ὁ πειναλέος ἀνθρωπίσκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου